ἄγερσις

ἄγερσις
ἄγερ-σις, εως, ,
A gathering, mustering,

στρατιῆς Hdt.7.5

,48.
II = πανήγυρις, SIG2660.3 (Miletus, iii B. C., pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άγερσις — ἄγερσις ( εως), η (Α) [ἀγείρω] συνάθροιση, συγκέντρωση …   Dictionary of Greek

  • ἄγερσιν — ἄγερσις gathering fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγείρω — ἀγείρω (Α) 1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω 2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω 3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία 4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό 5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια… …   Dictionary of Greek

  • αγερμοσύνη — η ἄγερσις* …   Dictionary of Greek

  • αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”